εὐχωλιμαῖοι

εὐχωλιμαῖοι
εὐχωλιμαῖος
bound by a vow
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιλόδουροι — oἱ, Α (στους Γαλάτες) σώμα εξακοσίων ανδρών που είχαν ορκιστεί να ζουν και να πεθαίνουν μαζί με τον βασιλιά («οὓς καλεῑσθαι ὑπὸ τῶν Γαλατῶν... σιλοδούρους, τοῡτό δ ἐστιν ἑλληνιστὶ εὐχωλιμαῑοι», Νικ. Δαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. κελτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”